-
1 Engage
v. trans.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.Attack: P. and V. εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), πόλεμον συνάπτειν (dat. or πρός, acc.), Ar. and V. συνίστασθαι (dat.), V. μάχην συμβάλλειν (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς ἀγῶνα συμπίπτειν (dat.); see Encounter.It happened in many places that two, or at some parts even more ships were perforce engaged with one: P. συνετύγχανε πολλαχοῦ... δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς κατʼ ἀνάγκην συνηρτῆσθαι (Thuc. 7, 70).Bring into conflict: P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, P. and V. ἀντιτάσσειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι.Betroth: see Betroth.V. intrans. Promise, undertake: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, ἐπαγγέλλεσθαι, V. ὑπίσχεσθαι, P. ὑποδέχεσθαι, Ar. and P. ἐγγυᾶσθαι; see Promise.Engage in, be engaged in: Ar. and P. πραγματεύεσθαι (acc., or περί, acc. or gen.). διατρίβειν (περί, acc. or gen., or πρός, acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc., or περί, acc. or gen.).I am engaged: P. ἀσχολία μοί ἐστι.Manage: P. and V. πράσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Engage
-
2 Necessarily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Necessarily
-
3 Perforce
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Perforce
См. также в других словарях:
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
κατασταίνω — (Μ κατασταίνω) κάνω, κατεργάζομαι κάτι νεοελλ. 1. στήνω 2. αρραβωνιάζω 3. παροιμ. «άσπρος γεννάτ ο κόρακας κι ύστερα γαλανιάζει και μαύρος καταστένεται και τους γονιούς του μοιάζει» τα παιδιά κατ ανάγκην θα μοιάσουν στους γονείς τους 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
επικαταφέρω — ἐπικαταφέρω (Α) 1. εκσφενδονίζω επί πλέον από πάνω προς τα κάτω 2. παθ. ἐπικαταφέρομαι πέφτω πάνω σε κάποιον 3. παθ. (για τα άστρα) ακολουθώ τον ήλιο 4. παθ. καταντώ, οδηγούμαι κατ’ ανάγκην στη χρησιμοποίηση μιας εκφράσεως 5. (το ουδ. τής μτχ.… … Dictionary of Greek
κατοπινός — ή, ό [κατόπιν] 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται μετά από άλλον, ακόλουθος, επόμενος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατοπινά τα περαιτέρω, αυτά που κατ ανάγκην ακολουθούν. επίρρ... κατοπινά κατόπιν, ακολούθως … Dictionary of Greek
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek
πρισματοειδής — ές, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος 2. το ουδ. ως ουσ. το πρισματοειδές μαθημ. πολύεδρο τού οποίου οι βάσεις είναι παράλληλες χωρίς κατ ανάγκην να είναι όμοια πολύγωνα, ενώ οι υπόλοιπες έδρες είναι τραπέζια ή παραλληλόγραμμα ή ακόμη και… … Dictionary of Greek